- άταχτος
- -η, -οβλ. άτακτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άτακτος — άτακτος, η, ο και άταχτος, η, ο επίρρ. α 1. ο χωρίς τάξη, ο ακατάστατος, ο ανώμαλος: Η φοίτησή του στο σχολείο είναι άτακτη. 2. αυτός που δεν κρατά την τάξη που πρέπει, απειθάρχητος: Είναι πολύ άταχτος μαθητής. 3. αυτός που δεν ανήκει στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
παρτιζάνος — ο (λ. γαλλ.), θηλ. παρτιζάνα άταχτος πολεμιστής, επαναστάτης, αντάρτης. Επίθ. παρτιζάνικος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)